-
1 альпийский
альпи́йск||ийприл τῶν "Αλπεων, ἄλπειος, ἀλπικός:\альпийскийие луга τά λειβάδια τῶν "Αλπεων. -
2 αναβολη
поэт. тж. ἀμβολή, дор. ἀμβολά ἥ1) насыпь, вал Xen., Diod.2) восхождение, подъем(τῶν Ἄλπεων и πρὸς τὰς Ἄλπεις Polyb.)
τέν ἀναβολέν ποιεῖσύαι Polyb. — совершать восхождение, подниматься3) путь восхождения, дорога вверх, подъем(αἱ εἰς τὸ ὄρος ἀναβολαί Polyb.)
4) накидка, плащ Plat.5) (музыкальное) вступление Pind., Arph., Arst.6) откладывание, отсрочка, задержкаἀναβολέν ποιεῖν Plat. и ποιεῖσθαι Thuc., Men., Plut., тж. ἐς ἀναβολὰς ποιεῖσθαι Her. или πράττειν Thuc. — откладывать, задерживать, медлить;
7) выскакивание(ἥ ὑπέρζεσίς ἐστιν ἥ ἀ. τῶν πομφολύγων Arst.)
-
3 ἀναβολή
I of things:1 that which is thrown up, mound of earth, bank, X.An.5.2.5, D.S.17.95; ἀ. χωμάτων casting up of dykes, Arch.Pap.6.132 ([place name] Denderah);διωρύγων PAmh.2.91.11
(pl.).2 that which is thrown back over the shoulder, mantle, Pl.Prt. 342c<*> PPetr.3p.48 (iii B. C.), LXX Ne.5.13, al.; of the toga, Nic.Dam. p.119D.: also, fashion of wearing a cloak, Luc.Somn.6.II of actions,1 striking up, prelude on the lyre preliminary to singing, ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένη, addressed to the lyre, Pi.P.1.4; esp. of dithyramb, Eup.5D.: hence, rambling dithyrambic ode, Ar.Av. 1385, cf. Pax 830, Arist.Rh. 1409b25; cf.ἀναβάλλω B.
I.2 putting off, delaying, ;ὅ τι μέλλετε.. μὴ ἐς ἀ. πράσσετε Th.7.15
; οὐκ ἐς ἀμβολάς without delay, E.Heracl. 270;ἐς μηδεμίαν ἀ. PAmh. 2.34i
.5; ἐν ταῖς ἀ. τῶν κακῶν ἔνεστ ἄκη E.HF93; ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν, ὠνὴν ποιεῖσθαι sell, buy on credit, Pl.Lg. 915e;ἀναβολήν τινος ποιεῖσθαι Th.2.42
; ;εἰς τὸ γῆρας ἀναβολὰς ποιεῖν Men. 235.8
;δακρύοις.. ἐμποιεῖν ἀ. τῷ πάθει Id.599
; ἀναβολὰν λαβόντες ἔτητρία IG9(2).205.22
(Thess.).3ἀ. δίκης ἐπὶ τὸν βασιλέα
reference, appeal,Str.
13.1.55.4 lifting, hence, removal, of tumours, Antyll. ap. Orib.45.2.6.III intr., going up, ascent, way up,ἀ. τῶν Ἄλπεων Plb.3.39.9
, etc.;τὴν ἀ. ποιεῖσθαι 50.3
.2 bubbling up,πομφολύγων Arist.Pr. 936b1
, Thphr.Ign.16; of the Nile, sources, ([place name] Philae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβολή
-
4 ἐρυμνότης
A strength or security of a place, X.Cyr.6.1.23 ;τῶν τειχῶν Arist.Pol. 1330b37
; αἱ ἐ. τῶν Ἄλπεων the difficulties of passing them, Plb.3.47.9, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρυμνότης
-
5 ὑπερβολή
A a throwing beyond others,δίσκων ὑπερβολαῖς Philostr.Im.2.19
: in intr. sense, altitude of a star, Arist. Mete. 342b32.3 excess,τοῦ μεγέθεος Archyt.1
; opp. ἔλλειψις or ἔνδεια, Pl.Prt. 356a, 357a, 357b;θερμασίης Hp.Vict.2.65
;ὑ. δισσὴ.., τῷ ποσῷ καὶ τῷ ποιῷ Arist.PA 668b14
; ὑπερβολὴν τῆς ἐπιθυμίας ἔχειν c. acc. et inf., And.3.33, etc.: hence in various phrases, χρημάτων ὑπερβολῇ.. πρίασθαι at an extravagant price, E.Med. 232; ἐπέφερον τὴν ὑ. τοῦ καινοῦσθαι pushed on their extravagance in revolutionizing, Th.3.82; οὐκ ἔχον ἐστὶν ὑπερβολήν it can go no further, D.21.119, cf. 25.54;ἃ μηδὲ πιθανὰς τὰς ὑ. ἔχει Men.Her.62
; so οὐδεμίαν or μηδεμίαν ὑ. λείπειν, Isoc.4.5,110, cf. D.3.25;οὐδεμίαν ὑ. καταλείπων φιλοτιμίας SIG545.13
(Delph., iii B. C.); εἴ τις ὑ. τούτου if there is aught beyond (worse than) this, D.19.66, cf. Isoc.5.42; ταῦτ' οὐχ ὑ.; is not this the extreme, the last degree? D.27.38; ὑπερβολὴν ποιήσομαι I will put an extreme case, Id.19.332; τοσαύτην ὑ. ποιεῖσθαι ὥστε .. to go so far that.., Id.18.190: folld. by a gen., ὑ. ποιεῖσθαι ἐκείνων τῆς αὑτοῦ βδελυρίας to carry his own rascality beyond theirs, Id.22.52, cf. 23.201, And.4.22, Lys.14.38; ὑ. ποιεῖν τῆς τιμῆς to raise the price, Arist.Pol. 1259a26;εἰς ὑ. εὐδαιμονίας ἥκειν Isoc.11.14
;τοσαύτας ὑ. δωρειῶν παρές χηται D.20.141
; ὑ. ἀνοίας ἔχειν Polystr.p.27 W.4 with Prep. in Adverbial phrases, = ὑπερβαλλόντως, εἰς ὑπερβολήν in excess, exceedingly;εἰς ὑ. ἄμεινον E.Fr. 494
;ἀγαθὸς εἰς ὑ. Antiph.80.11
;ἐς ὑ. ἐκθερμαίνεσθαι Hp.Vict.2.65
: c. gen.,κτήσαιτ' ἂν ὄλβον εἰς ὑ. πατρός E.Fr.282.6
(v.l. εἰς ὑπεκτροφὴν πάτρας); far beyond, τοῦ πρόσθεν εἰς ὑ. πανοῦργος, i. e. far more wicked, Id.Hipp. 939, cf. D.61.33; :—ἐξ ὑπερβολῆς Plb.8.15.8
:— καθ' ὑπερβολὰν τοξεύσας with surpassing aim, S.OT 1196 (lyr.);καθ' ὑ. ἐπαινεῖν
extravagantly,Isoc.
5.11; οἱ καθ' ὑ. ἐν ἐνδείᾳ ὄντες in extremity of need, Arist.Pol. 1295b18;αἱ καθ' ὑ. ἡδοναί Id.EN 1151a12
;τὸ καθ' ὑ. τραχύ Phld.Po.Herc. 994.35
;καθ' ὑ. ἁμαρτωλός Ep.Rom.7.13
: c. gen.,καθ' ὑ. φιλοδοξίας OGI472.9
(Didyma, i A. D.):—so in dat.,εὐτελὴς ὑπερβολῇ Men.615
;παχεῖ' ὑ. Philem.41
;ὑ. ἀγαθός Arist.HA 625a29
, etc.5 preeminence, perfection, without any notion of excess,δι' ἀρετῆς ὑπερβολήν Id.EN 1145a24
, cf. Rh. 1367b1, Pol. 1284a4; ἡ ὑ. τῆς φιλίας the best and noblest kind of friendship, Id.EN 1166b1; but ἡ καθ' ὑ. φιλία, = ἡ καθ' ὑπεροχήν, Id.EE 1238b18.6 overstrained phrase, hyperbole,ὑπερβολὰς εἰπεῖν Isoc.4.88
; οἱ πρὸς ὑπερβολὴν πεπονημένοι λόγοι ib.11; ὑπερβολὰς εἰπεῖν make strong statements, Id.3.35, D. 27.64; as a figure of speech, Arist.Rh. 1413a29, Demetr.Eloc.52, Str.3.2.9;πρὸς -ὴν εἰρημένος Id.1.2.33
.7 τὸ καθ' ὑπερβολήν the superlative degree, in Adjectives, Arist.Top. 134b24; τιθέναι ὑπερβολῇ ib. 139a9;καθ' ὑ. εἰπεῖν Id.Cael. 281a16
.II crossing over, passage of mountains, etc., X.An.1.2.25, Plb.3.34.6, etc.2 in sg. or pl., place of passage, mountain-pass, with or without τοῦ ὄρους, τῶν ὀρέων, X. An.3.5.18, 4.1.21, 4.4.18; ὑ. τοῦ Ταύρου Wilcken Chr. 1 ii 14 (iii B. C.);αἱ τῶν Ἄλπεων ὑ. Plb.3.39.10
;αἱ Ἄλπιαι ὑ. Str.7.1.5
;ἡ κατὰ τὸν Αἷμον ὑ. D.S.19.73
.III (from [voice] Med.) delay,τοῦ κακοῦ Hdt.8.112
, cf. Decr. ap. D.18.29, Plb.14.9.8;[τῆς κρίσεως] ὑ. λαβούσης PEnteux.65.3
(iii B. C.).IV the conic section called hyperbola, because the square of the ordinate is equal to a rectangle with height equal to the abscissa applied to the parameter (as base) but exceeding ([etym.] ὑπερβάλλον), i. e. overlapping, that base, Apollon. Perg.Con.1.12, Procl. in Euc.p.419F.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερβολή
-
6 ακρον
Iτό1) вершина(Ἴδης Hom.; τὰ τῶν Ἄλπεων ἄκρα Polyb.)
τὰ ἄκρα τῆς Εὐβοίης Her. — (на)горная часть Эвбеи2) перен. верх, высшая степень(πανδοξίας Pind.)
πρὸς ἄκρῳ γενέσθαι или ἐπ΄ ἄ. ἀφικέσθαι Plat. — достигнуть вершины, перен. предела;εἰς ἄ. Theocr. — в высшей степени;ἄκρα φέρεσθαι Theocr. — получить высшую награду3) высшая власть(Ἄργεος ἄκρα Theocr.)
4) мыс(Σούνιον ἄ. Hom.)
5) край, конец, пределτὰ ἄκρα τῆς θαλάσσης Plat. — поверхность моря;
χειρῶν ἀκρα Luc. — кисти рук;τὰ τῆς Ἑλλάδος ἄκρα Polyb. — границы ГрецииIIadv. сверху, поверхἄ. ἐπὴ ῥηγμῖνος ἁλός Hom. — по гребням волн
-
7 ανταιρω
ион. med. ἀνταείρομαι1) тж. med. поднимать или обращать против кого-л.(χεῖράς τινι Her., Thuc., Anth.; ὅπλα τινί Thuc., Xen.)
2) возвышаться, находиться против (чего-л.)τὰ τῶν Ἄλπεων πρὸς τέν Λιβύην ἀνταίροντα Plut. — обращенная в сторону Ливии (т.е. Африки) часть Альп
3) тж. med. восставать, начинать борьбу, сопротивляться(τινί Plat., Dem., Plut., Luc., πρός τινα и πρός τι Dem., Plut.)
-
8 οικησιμος
-
9 υλοφορος
-
10 альпийский
[αλ'πίϊσκιϊ/] εκ. των αλπεων, αλπικός -
11 альпийский
[αλ'πίϊσκιϊ] επ των αλπεων, αλπικός
См. также в других словарях:
Κοιλάδα των Θαυμασίων — Κοιλάδα στις πλαγιές του Μπέγκο, ορεινού όγκου των Παραθαλάσσιων Άλπεων, σε ύψος περίπου 2.700 μ. Επρόκειτο για σημαντικό κέντρο της θρησκευτικής ζωής των προϊστορικών πληθυσμών της εποχής του χαλκού και του σιδήρου. Κατά μήκος των πλαγιών της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
αλπική πανίδα — Πολλά είδη χαρακτηριστικών ζώων της αλπικής περιοχής μοιάζουν με τα ζώα των αρκτικών περιοχών, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί πως έχουν κοινή προέλευση. Κατά τη φάση της μέγιστης επέκτασης των παγετώνων της τεταρτογενούς,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Προάλπεις — (Voralpen γερμανικά, Basses Alpes γαλλικά, Prealpi ιταλικά). Ορεινά ανάγλυφα που συνοδεύουν σε όλο σχεδόν το μήκος τους τις νότιες και τις βόρειες κλιτύες των Αλπεων. Διαφέρουν από τις Άλπεις στη φύση των πετρωμάτων, στη μορφολογία, στην… … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek